- πλομιζω
- πλομίζωглушить коровяком
(τοὺς ἰχθῦς Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τοὺς ἰχθῦς Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλομίζω — Α [πλόμος] ναρκώνω ψάρια με φλόμο και τά ψαρεύω, φλομίζω, φλομώνω («τοὺς ἐν ποταμοῑς καὶ λίμναις θηρεύειν πλομίζοντας») … Dictionary of Greek
πλομίζοντες — πλομίζω poison with mullein pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)